Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πηνῖτις
πηνοειδής
πῆνος
πηξιθάλαττα
View word page
πηνήκη
false hair, wig
ShortDef
false hair, wig
Debugging
Headword:
πηνήκη
Headword (normalized):
πηνήκη
Headword (normalized/stripped):
πηνηκη
IDX:
69899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69900
Key:
Data
{'content': 'false hair, wig'}