Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρωνύμιον
ἀνδρῷος
ἀνέαστος
ἀνέβραχε
ἀνεγγάρευτος
ἀνέγγραφος
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
ἀνεγκωμίαστος
ἀνεγχώρητος
View word page
ἀνέγερτος
not broken by waking

ShortDef

not broken by waking

Debugging

Headword:
ἀνέγερτος
Headword (normalized):
ἀνέγερτος
Headword (normalized/stripped):
ανεγερτος
IDX:
6989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6990
Key:

Data

{'content': 'not broken by waking'}