Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
πηνῖτις
View word page
Πηνελόπεια
Penelope
ShortDef
Penelope
Debugging
Headword:
Πηνελόπεια
Headword (normalized):
πηνελόπεια
Headword (normalized/stripped):
πηνελοπεια
IDX:
69896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69897
Key:
Data
{'content': 'Penelope'}