Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
πηνίκα
πηνίον
πήνισμα
View word page
Πηνέλεως
Peneleos

ShortDef

Peneleos

Debugging

Headword:
Πηνέλεως
Headword (normalized):
πηνέλεως
Headword (normalized/stripped):
πηνελεως
IDX:
69895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69896
Key:

Data

{'content': 'Peneleos'}