Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
πηνίκα
View word page
πήμων
baneful

ShortDef

baneful

Debugging

Headword:
πήμων
Headword (normalized):
πήμων
Headword (normalized/stripped):
πημων
IDX:
69893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69894
Key:

Data

{'content': 'baneful'}