Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
πηνίζομαι
View word page
πῆμος
when?
ShortDef
when?
Debugging
Headword:
πῆμος
Headword (normalized):
πῆμος
Headword (normalized/stripped):
πημος
IDX:
69892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69893
Key:
Data
{'content': 'when?'}