Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
πηνήκισμα
View word page
πημονή
suffering, misery, calamity, woe, bane

ShortDef

suffering, misery, calamity, woe, bane

Debugging

Headword:
πημονή
Headword (normalized):
πημονή
Headword (normalized/stripped):
πημονη
IDX:
69891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69892
Key:

Data

{'content': 'suffering, misery, calamity, woe, bane'}