Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
πηνήκη
πηνηκίζω
View word page
πημαντέος
to be injured
ShortDef
to be injured
Debugging
Headword:
πημαντέος
Headword (normalized):
πημαντέος
Headword (normalized/stripped):
πημαντεος
IDX:
69890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69891
Key:
Data
{'content': 'to be injured'}