Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
πηνέλοψ
πήνη
View word page
πῆμα
suffering, misery, calamity, woe, bane
ShortDef
suffering, misery, calamity, woe, bane
Debugging
Headword:
πῆμα
Headword (normalized):
πῆμα
Headword (normalized/stripped):
πημα
IDX:
69888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69889
Key:
Data
{'content': 'suffering, misery, calamity, woe, bane'}