Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
Πηνειός
Πηνέλεως
Πηνελόπεια
View word page
πήλωμα
mud

ShortDef

mud

Debugging

Headword:
πήλωμα
Headword (normalized):
πήλωμα
Headword (normalized/stripped):
πηλωμα
IDX:
69886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69887
Key:

Data

{'content': 'mud'}