Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
πῆμος
πήμων
View word page
πηλόω
coat with clay, cover with mud

ShortDef

coat with clay, cover with mud

Debugging

Headword:
πηλόω
Headword (normalized):
πηλόω
Headword (normalized/stripped):
πηλοω
IDX:
69883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69884
Key:

Data

{'content': 'coat with clay, cover with mud'}