Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλοποιία
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
πῆμα
πημαίνω
πημαντέος
πημονή
View word page
πηλοφόρος
carrying clay

ShortDef

carrying clay

Debugging

Headword:
πηλοφόρος
Headword (normalized):
πηλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πηλοφορος
IDX:
69881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69882
Key:

Data

{'content': 'carrying clay'}