Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρωνῖτις
ἀνδρωνυμικόν
ἀνδρωνύμιον
ἀνδρῷος
ἀνέαστος
ἀνέβραχε
ἀνεγγάρευτος
ἀνέγγραφος
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
ἀνεγκόπτως
View word page
ἀνεγέρμων
wakeful

ShortDef

wakeful

Debugging

Headword:
ἀνεγέρμων
Headword (normalized):
ἀνεγέρμων
Headword (normalized/stripped):
ανεγερμων
IDX:
6987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6988
Key:

Data

{'content': 'wakeful'}