Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιία
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
πήλωσις
View word page
Πηλουσιακόν
(στόμα) the Eastern mouth of the Nile

ShortDef

(στόμα) the Eastern mouth of the Nile

Debugging

Headword:
Πηλουσιακόν
Headword (normalized):
πηλουσιακόν
Headword (normalized/stripped):
πηλουσιακον
IDX:
69877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69878
Key:

Data

{'content': '(στόμα) the Eastern mouth of the Nile'}