Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιία
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
πήλωμα
View word page
πηλουργός
a worker in clay

ShortDef

a worker in clay

Debugging

Headword:
πηλουργός
Headword (normalized):
πηλουργός
Headword (normalized/stripped):
πηλουργος
IDX:
69876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69877
Key:

Data

{'content': 'a worker in clay'}