Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιία
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
πηλώδης
View word page
πηλουργία
working in clay

ShortDef

working in clay

Debugging

Headword:
πηλουργία
Headword (normalized):
πηλουργία
Headword (normalized/stripped):
πηλουργια
IDX:
69875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69876
Key:

Data

{'content': 'working in clay'}