Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηλοεψητής
πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιία
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
πηλοφόρος
πηλόχυτος
πηλόω
πῆλυξ
View word page
πηλότροφος
reared in mud
ShortDef
reared in mud
Debugging
Headword:
πηλότροφος
Headword (normalized):
πηλότροφος
Headword (normalized/stripped):
πηλοτροφος
IDX:
69874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69875
Key:
Data
{'content': 'reared in mud'}