Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλόγονος
πηλοδευστέω
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλοεψητής
πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιία
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
Πηλουσιώτης
πηλοφορέω
View word page
πηλοποιέω
make muddy

ShortDef

make muddy

Debugging

Headword:
πηλοποιέω
Headword (normalized):
πηλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πηλοποιεω
IDX:
69870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69871
Key:

Data

{'content': 'make muddy'}