Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδρωνυμικόν
ἀνδρωνύμιον
ἀνδρῷος
ἀνέαστος
ἀνέβραχε
ἀνεγγάρευτος
ἀνέγγραφος
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
ἀνεγκλητί
ἀνέγκλητος
ἀνέγκλιτος
View word page
ἀνεγείρω
to wake up, rouse
ShortDef
to wake up, rouse
Debugging
Headword:
ἀνεγείρω
Headword (normalized):
ἀνεγείρω
Headword (normalized/stripped):
ανεγειρω
IDX:
6986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6987
Key:
Data
{'content': 'to wake up, rouse'}