Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλόγονος
πηλοδευστέω
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλοεψητής
πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιία
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
Πηλούσιον
View word page
πηλόπλαστος
moulded of clay

ShortDef

moulded of clay

Debugging

Headword:
πηλόπλαστος
Headword (normalized):
πηλόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
πηλοπλαστος
IDX:
69868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69869
Key:

Data

{'content': 'moulded of clay'}