Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλόγονος
πηλοδευστέω
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλοεψητής
πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιία
πηλός
πηλοστρόφιον
πηλότροφος
πηλουργία
πηλουργός
Πηλουσιακόν
View word page
πηλοπλάθος
a potter
ShortDef
a potter
Debugging
Headword:
πηλοπλάθος
Headword (normalized):
πηλοπλάθος
Headword (normalized/stripped):
πηλοπλαθος
IDX:
69867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69868
Key:
Data
{'content': 'a potter'}