Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πήληξ
Πηλιακός
Πηλιάς
πηλίκος
πηλικότης
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλόγονος
πηλοδευστέω
πηλοδομέω
πηλόδομος
πηλοεψητής
πηλοπατέω
πηλοπατίδες
πηλοπλάθος
πηλόπλαστος
πηλοπλάτων
πηλοποιέω
πηλοποιία
View word page
πηλοδευστέω
make mortar

ShortDef

make mortar

Debugging

Headword:
πηλοδευστέω
Headword (normalized):
πηλοδευστέω
Headword (normalized/stripped):
πηλοδευστεω
IDX:
69861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69862
Key:

Data

{'content': 'make mortar'}