Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηλαμύς
πηλάριον
Πηλεγών
Πηλεΐδης
Πήλειος
Πηλεΐων
πηλειωνάδε
Πηλεύς
Πηληϊάδης
Πηλήϊος
πήληξ
Πηλιακός
Πηλιάς
πηλίκος
πηλικότης
πήλινος
Πήλιον
Πηλιῶτις
πηλοβάτης
πηλόγονος
πηλοδευστέω
View word page
πήληξ
a helmet, casque

ShortDef

a helmet, casque

Debugging

Headword:
πήληξ
Headword (normalized):
πήληξ
Headword (normalized/stripped):
πηληξ
IDX:
69851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69852
Key:

Data

{'content': 'a helmet, casque'}