Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πηλάριον
Πηλεγών
Πηλεΐδης
Πήλειος
Πηλεΐων
πηλειωνάδε
Πηλεύς
Πηληϊάδης
Πηλήϊος
πήληξ
Πηλιακός
Πηλιάς
πηλίκος
View word page
Πηλεΐδης
son of Peleus
ShortDef
son of Peleus
Debugging
Headword:
Πηλεΐδης
Headword (normalized):
πηλεΐδης
Headword (normalized/stripped):
πηλειδης
IDX:
69844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69845
Key:
Data
{'content': 'son of Peleus'}