Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πηλάριον
Πηλεγών
Πηλεΐδης
Πήλειος
Πηλεΐων
πηλειωνάδε
Πηλεύς
Πηληϊάδης
Πηλήϊος
πήληξ
Πηλιακός
View word page
πηλάριον
eye-salve
ShortDef
eye-salve
Debugging
Headword:
πηλάριον
Headword (normalized):
πηλάριον
Headword (normalized/stripped):
πηλαριον
IDX:
69842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69843
Key:
Data
{'content': 'eye-salve'}