Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρόω
ἀνδρώδης
Ἄνδρων
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδρωνυμικόν
ἀνδρωνύμιον
ἀνδρῷος
ἀνέαστος
ἀνέβραχε
ἀνεγγάρευτος
ἀνέγγραφος
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
ἀνεγκέφαλος
ἀνεγκλησία
View word page
ἀνεγγάρευτος
free from obligation to serve as ἄγγαρος

ShortDef

free from obligation to serve as ἄγγαρος

Debugging

Headword:
ἀνεγγάρευτος
Headword (normalized):
ἀνεγγάρευτος
Headword (normalized/stripped):
ανεγγαρευτος
IDX:
6983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6984
Key:

Data

{'content': 'free from obligation to serve as ἄγγαρος'}