Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πηλάριον
Πηλεγών
Πηλεΐδης
Πήλειος
Πηλεΐων
πηλειωνάδε
View word page
πηκτός
stuck in, fixed
ShortDef
stuck in, fixed
Debugging
Headword:
πηκτός
Headword (normalized):
πηκτός
Headword (normalized/stripped):
πηκτος
IDX:
69837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69838
Key:
Data
{'content': 'stuck in, fixed'}