Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πηλάριον
Πηλεγών
Πηλεΐδης
Πήλειος
Πηλεΐων
View word page
πηκτίς
an ancient harp
ShortDef
an ancient harp
Debugging
Headword:
πηκτίς
Headword (normalized):
πηκτίς
Headword (normalized/stripped):
πηκτις
IDX:
69836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69837
Key:
Data
{'content': 'an ancient harp'}