Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πηλάριον
Πηλεγών
Πηλεΐδης
Πήλειος
View word page
πηκτικός
freezing

ShortDef

freezing

Debugging

Headword:
πηκτικός
Headword (normalized):
πηκτικός
Headword (normalized/stripped):
πηκτικος
IDX:
69835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69836
Key:

Data

{'content': 'freezing'}