Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πηλάριον
Πηλεγών
Πηλεΐδης
View word page
πηκτή
a net
ShortDef
a net
Debugging
Headword:
πηκτή
Headword (normalized):
πηκτή
Headword (normalized/stripped):
πηκτη
IDX:
69834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69835
Key:
Data
{'content': 'a net'}