Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
πηλαμυδεία
πηλαμυδεῖον
πηλαμύς
πηλάριον
View word page
πηΐσκος
child, son
ShortDef
child, son
Debugging
Headword:
πηΐσκος
Headword (normalized):
πηΐσκος
Headword (normalized/stripped):
πηισκος
IDX:
69832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69833
Key:
Data
{'content': 'child, son'}