Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
πηλαμυδεία
View word page
πήδινος
made of πηδός

ShortDef

made of πηδός

Debugging

Headword:
πήδινος
Headword (normalized):
πήδινος
Headword (normalized/stripped):
πηδινος
IDX:
69829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69830
Key:

Data

{'content': 'made of πηδός'}