Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
πηλαῖος
View word page
πηδητικός
springing

ShortDef

springing

Debugging

Headword:
πηδητικός
Headword (normalized):
πηδητικός
Headword (normalized/stripped):
πηδητικος
IDX:
69828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69829
Key:

Data

{'content': 'springing'}