Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
πηκτός
View word page
πηδητής
leaper, dancer

ShortDef

leaper, dancer

Debugging

Headword:
πηδητής
Headword (normalized):
πηδητής
Headword (normalized/stripped):
πηδητης
IDX:
69827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69828
Key:

Data

{'content': 'leaper, dancer'}