Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
πηκτίς
View word page
πήδησις
a leaping

ShortDef

a leaping

Debugging

Headword:
πήδησις
Headword (normalized):
πήδησις
Headword (normalized/stripped):
πηδησις
IDX:
69826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69827
Key:

Data

{'content': 'a leaping'}