Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
πηκτικός
View word page
πήδημα
a leap, bound
ShortDef
a leap, bound
Debugging
Headword:
πήδημα
Headword (normalized):
πήδημα
Headword (normalized/stripped):
πηδημα
IDX:
69825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69826
Key:
Data
{'content': 'a leap, bound'}