Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
πηκτή
View word page
πηδηθμός
pulsation
ShortDef
pulsation
Debugging
Headword:
πηδηθμός
Headword (normalized):
πηδηθμός
Headword (normalized/stripped):
πηδηθμος
IDX:
69824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69825
Key:
Data
{'content': 'pulsation'}