Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
πήκασμα
View word page
πηδάω
to leap, spring, bound

ShortDef

to leap, spring, bound

Debugging

Headword:
πηδάω
Headword (normalized):
πηδάω
Headword (normalized/stripped):
πηδαω
IDX:
69823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69824
Key:

Data

{'content': 'to leap, spring, bound'}