Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
πηΐσκος
View word page
Πήδασος2
place name
ShortDef
pr. n.
place name
Debugging
Headword:
Πήδασος2
Headword (normalized):
πήδασος
Headword (normalized/stripped):
πηδασος2
IDX:
69822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69823
Key:
Data
{'content': 'place name'}