Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
πήδινος
πηδόν
πηδός
View word page
Πήδασος
pr. n.
ShortDef
pr. n.
place name
Debugging
Headword:
Πήδασος
Headword (normalized):
πήδασος
Headword (normalized/stripped):
πηδασος
IDX:
69821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69822
Key:
Data
{'content': 'pr. n.'}