Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδροφυής
ἀνδροφυκτίς
ἀνδρόω
ἀνδρώδης
Ἄνδρων
ἀνδρών
ἀνδρωνῖτις
ἀνδρωνυμικόν
ἀνδρωνύμιον
ἀνδρῷος
ἀνέαστος
ἀνέβραχε
ἀνεγγάρευτος
ἀνέγγραφος
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγερσις
ἀνέγερτος
ἀνεγκάλυπτος
ἀνεγκαρτέρητος
View word page
ἀνέαστος
unploughed
ShortDef
unploughed
Debugging
Headword:
ἀνέαστος
Headword (normalized):
ἀνέαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεαστος
IDX:
6981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6982
Key:
Data
{'content': 'unploughed'}