Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
πηδητικός
View word page
πηδαλιοῦχος
steersman
ShortDef
steersman
Debugging
Headword:
πηδαλιοῦχος
Headword (normalized):
πηδαλιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πηδαλιουχος
IDX:
69818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69819
Key:
Data
{'content': 'steersman'}