Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
πηδητής
View word page
πηδαλιουχέω
steer
ShortDef
steer
Debugging
Headword:
πηδαλιουχέω
Headword (normalized):
πηδαλιουχέω
Headword (normalized/stripped):
πηδαλιουχεω
IDX:
69817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69818
Key:
Data
{'content': 'steer'}