Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
πήδησις
View word page
πηδαλιουργική
of rudder-making

ShortDef

of rudder-making

Debugging

Headword:
πηδαλιουργική
Headword (normalized):
πηδαλιουργική
Headword (normalized/stripped):
πηδαλιουργικη
IDX:
69816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69817
Key:

Data

{'content': 'of rudder-making'}