Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
πήδημα
View word page
πηδαλιόομαι
to be furnished with a rudder

ShortDef

to be furnished with a rudder

Debugging

Headword:
πηδαλιόομαι
Headword (normalized):
πηδαλιόομαι
Headword (normalized/stripped):
πηδαλιοομαι
IDX:
69815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69816
Key:

Data

{'content': 'to be furnished with a rudder'}