Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
πηδάω
πηδηθμός
View word page
πηδάλιον
a rudder

ShortDef

a rudder

Debugging

Headword:
πηδάλιον
Headword (normalized):
πηδάλιον
Headword (normalized/stripped):
πηδαλιον
IDX:
69814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69815
Key:

Data

{'content': 'a rudder'}