Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
Πήδασος2
View word page
πηγός
well put together, compact, strong

ShortDef

well put together, compact, strong

Debugging

Headword:
πηγός
Headword (normalized):
πηγός
Headword (normalized/stripped):
πηγος
IDX:
69812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69813
Key:

Data

{'content': 'well put together, compact, strong'}