Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
Πήδασος
View word page
πηγόρρυτος
flowing from a spring

ShortDef

flowing from a spring

Debugging

Headword:
πηγόρρυτος
Headword (normalized):
πηγόρρυτος
Headword (normalized/stripped):
πηγορρυτος
IDX:
69811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69812
Key:

Data

{'content': 'flowing from a spring'}