Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
πηδαλιωτός
View word page
πήγνυμι
to make fast

ShortDef

to make fast

Debugging

Headword:
πήγνυμι
Headword (normalized):
πήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
πηγνυμι
IDX:
69810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69811
Key:

Data

{'content': 'to make fast'}