Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πηγανώδης
πηγάς
Πηγασίς
Πήγασος
Πηγασταγών
πηγεσίμαλλος
πηγή
πηγιμαῖος
πηγίον
πῆγμα
πηγμάτιον
πήγνυμι
πηγόρρυτος
πηγός
πηγυλίς
πηδάλιον
πηδαλιόομαι
πηδαλιουργική
πηδαλιουχέω
πηδαλιοῦχος
πηδαλιώδης
View word page
πηγμάτιον
small attachment
ShortDef
small attachment
Debugging
Headword:
πηγμάτιον
Headword (normalized):
πηγμάτιον
Headword (normalized/stripped):
πηγματιον
IDX:
69809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69810
Key:
Data
{'content': 'small attachment'}